βραχύς

βραχύς
βρᾰχύς, εῖα ([dialect] Ion. έα Hdt.5.49), ύ, dat. pl.
A

βραχέοις JHS33.317

(Thess.): [comp] Comp. βραχύτερος, βραχίων (cf. βράσσων): [comp] Sup. βραχύτατος, βράχιστος:—short,
1 of Space and Time, β. οἶμος, ὁδός, Pi.P.4.248, Pl.Lg.718e, etc.; [αἰών] prob. in B.3.74;

βίος Hdt. 7.46

;

καιρός Call.Epigr.9

;

χρόνος A.Pr.939

, Pers.713, etc.; μῦθος, λόγος, Id.Pr.505, v.l. in Pers.713; ἐν βραχεῖ ([dialect] Ion. βραχέϊ) in a short time, Hdt.5.24, Pl.Smp.217a codd.;

διὰ βραχέος Th.2.83

;

μακρὰν συνήθειαν βραχεῖ λῦσαι χρόνῳ Men.726

; βραχὺ τῃδὶ μεταστῶμεν for a moment, Id.Georg.32; of distance, β. ἀπόδοσις short return in ballplay, Antiph.234.6;

ἐπὶ βραχὺ ἐξικνεῖσθαι X.An.3.3.17

; πρὸ βραχέος lamb.VP25.112: [comp] Comp.,

ἡ φάλαγξ -υτέρα ἐγένετο ἀναδιπλουμένη X. Cyr.7.5.5

;

τάξιν -υτέραν ἢ πρόσθεν, βαθυτέραν δὲ ποιήσαντες Plb.1.33.10

;

βραχύτερα τοξεύειν X.An.3.3.7

. Adv. βραχέως, [πολέμους] ἐπ' ἀλλήλους ἐπιφέρειν scantily, seldom, Th.1.141.
2 of Size, short, small,

μορφάν β. Pi.I.4(3).53

; βραχὺς ἐξικέσθαι θεῶν ἕδραν too puny to reach . . , ib.7(6).44;

β. τεῦχος S.El.1113

, cf. 757; β. τεῖχος a low wall, Th.7.29
; βραχύ μοι στόμα πάντ' ἀναγήσασθαι my mouth is too small to . . , Pi.N.10.19; κατὰ β. προϊών little by little, Th.1.64, cf. Pl. Sph.241c; παρὰ βραχύ scarcely, hardly,

φυγεῖν Alciphr.3.5

;

βραχύ τι λωφᾶν ἀπὸ νόσου καὶ πολέμου Th.6.12

; ἁλὸς βραχύ a small quantity of salt, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.
3 of Number, few, ἐν βραχεῖ in few words, Pi.P.1.82, S.El.673;

ἐν βραχίστοις Pi.I.6(5).59

;

ἐν βραχυτέροις Pl.Grg.449c

; so διὰ βραχέων in few words, Id.Prt.336a;

ὡς ἂν δύνωμαι διὰ βραχυτάτων D.27.3

, Lys.16.9
, cf. Pl.Grg.449c;

ὡς ἐν βραχυτάτοις Antipho 1.18

. Adv. βραχέως, ἀπολογεῖσθαι briefly, in few words, X.HG1.7.5.
4 of Value or Importance, of persons, humble, insignificant, S.OC880;

τὸν μὲν ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε E. Heracl.613

;

β. τὴν διάνοιαν J.AJ12.4.1

; of things, petty, trifling,

ἀρχὴ β. ἐλπίδος S.OT121

;

χάρις Id.Tr.1217

;

πρόφασις E.IA1180

; β. τις ἀσάφεια a slight obscurity, Gal.18(1).304; λυπεῖν τινὰ βραχύ, opp. μέγ' εὑρεῖν κέρδος, S.El.1304;

οὐ περὶ βραχέων βουλεύεσθαι Th. 1.78

, cf. 140;

β. καὶ οὐδενὸς ἄξιον Id.8.76

;

β. κέρδους ἕνεκα Lys.7.17

;

οὐσία Is.10.25

: neut. as Adv., βραχὺ φροντίζειν τινός think lightly of, D.17.4
.
5 short, of vowels or syllables, Arist.Cat.4b34, Rh. 1409a18, Po.1458a15, Heph.1.1, D.T.631, etc.; ἡ β. προσῳδία the sign ?βραχύςX, S.E.M.1.113. (Cf. Avest. m[schwa]r[schwa]zu- 'short', Goth. gamaurgjan 'shorten', Lat. brevis.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βραχύς — short masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • Βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. — βραχὺς ὁ βίος ἀνθρώπῳ εὖ πράττοντι, δυστυχοῦντι δὲ μακρός. См. Коротать время …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραχύς, -εία, -ύ — επίρρ. βραχέως 1. κοντός: Παρόλο που ήταν αξιωματικός του στρατού, είχε εξαιρετικά βραχύ ανάστημα. 2. σύντομος: Όλα έγιναν σε βραχύ χρονικό διάστημα. 3. φρ., «βραχέα φωνήεντα», τα ο, ε· «βραχέα κύματα», κατηγορία ραδιοφωνικών κυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ὁ βίος βραχὺς, ἡ δὲ τέχνη μακρή. — См. Жизнь коротка, искусство долго …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • βραχίω — βραχύς short neut acc comp pl (ionic) βραχύς short neut nom comp pl (ionic) βραχύς short masc/fem acc comp sg (ionic) βραχί̱ω , βραχύς short neut acc comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short neut nom comp pl (attic) βραχί̱ω , βραχύς short masc/fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχέα — βραχύς short neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βραχέᾱ , βραχύς short fem nom/voc/acc dual (epic ionic) βραχύς short fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτάτων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτάτως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρων — βραχύς short fem gen pl βραχύς short masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραχυτέρως — βραχύς short adverbial βραχύς short masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”